γοεδνός

γοεδνός
γο-εδνός, ή, όν, = sq.1., A.Pers.1057 (lyr.), Supp.73 (lyr.), 194.
II = sq.11, Id.Pers.1039 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γοεδνός — γοεδνός, ή, όν (Α) ο γοερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόος αναλογικά προς τα επίθ. σε δνός (πρβλ. σμερδνός, ολοφυδνός)] …   Dictionary of Greek

  • γοεδνός — masc nom sg γοερός mournful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοεδνά — γοεδνός neut nom/voc/acc pl γοεδνά̱ , γοεδνός fem nom/voc/acc dual γοεδνά̱ , γοεδνός fem nom/voc sg (doric aeolic) γοερός mournful neut nom/voc/acc pl γοεδνά̱ , γοερός mournful fem nom/voc/acc dual γοεδνά̱ , γοερός mournful fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοέδν' — γοεδνά , γοεδνός neut nom/voc/acc pl γοεδνά̱ , γοεδνός fem nom/voc/acc dual γοεδνά̱ , γοεδνός fem nom/voc sg (doric aeolic) γοεδνέ , γοεδνός masc voc sg γοεδναί , γοεδνός fem nom/voc pl γοεδνά , γοερός mournful neut nom/voc/acc pl γοεδνά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”